Перевод: со всех языков на русский

σκέφτομαι καλά

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • καλοστοχάζομαι — καλοστοχάστηκα, καλοστοχασμένος, σκέφτομαι καλά, μελετώ με προσοχή: Δεν καλοστοχάστηκες τις συνέπειες που έχει μια τέτοια πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννοώ — εννόησα, εννοήθηκα, μτβ. 1. έχω στο νου μου, σκέφτομαι, διαλογίζομαι: Εννόησέ το καλά αυτό που άκουσες. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εμβαθύνω σε κάτι: Δεν είναι εύκολο να εννοήσουμε τη θεωρία της σχετικότητας. 3. αντιλαμβάνομαι τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελετώ — μελέτησα, μελετήθηκα, μελετημένος 1. προσπαθώ να μάθω κάτι με διάβασμα, παρατήρηση ή άσκηση: Μελετώ τους αρχαίους συγγραφείς. 2. ερευνώ κάτι μεθοδικά, επιστημονικά, εξετάζω λεπτομερειακά, παρακολουθώ με προσοχή: Μελέτησε τα ευρήματα των ανασκαφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»